- ἀπομείρομαι
- ἀπομείρομαι,A distribute,
αἶσαν Hes.Op.578
.2 [voice] Pass., to be parted from, Id.Th.801, Arat.522:—in each place with v.l. ἀπαμείρομαι (q.v.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἶσαν Hes.Op.578
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απομείρομαι — ἀπομείρομαι (Α) 1. διαμοιράζω 2. αποχωρίζομαι … Dictionary of Greek
ἀπομείρεται — ἀπομείρομαι distribute pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… … Dictionary of Greek